- ημεροδανειστης
- ἡμεροδανειστήςἡμερο-δᾰνειστής-οῦ ὅ заимодавец, взимающий проценты за каждый день в отдельности Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ημεροδανειστής — ο (Α ἡμεροδανειστής) αυτός που παρέχει δάνεια με ημερήσιο τόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δανειστής (< δανείζω)] … Dictionary of Greek
ἡμεροδανειστήν — ἡμεροδανειστής one who lends on daily interest masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek